- σφαγή
- η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρινεοελλ.1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών αρθρώσεων2. ομαδική εξόντωση, μακελειό («η σφαγή τών Κούρδων»)3. (τροφ. τεχνολ.) το σύνολο τών εργασιών που γίνονται από τη στιγμή τής εισόδου τού σφαγίου ζώου στον χώρο σφαγής ώς την οδήγηση τού έτοιμου σφαγίου στον ψυκτικό θάλαμο4. φρ. «αναγκαία σφαγή»(τροφ. τεχνολ.) σφαγή που πραγματοποιείται σε περιπτώσεις ζώων τα οποία εμφανίζουν συμπτώματα ασθένειας ή που έχουν τραυματιστεί σε ατύχημα και η θεραπεία τους κρίνεται αμφίβολη ή αδύνατηαρχ.1. τραύμα από μαχαίρι2. θυσία ζώου3. συνεκδ. α) σφάγιοβ) ο τράχηλος τού ανθρώπου4. φρ. «πολυθύτους τεύχειν σφαγάς» — προσφέρω πολλές θυσίες (Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.